γεωθερμικός

γεωθερμικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τη γεωθερμία: Γεωθερμικό πεδίο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γεωθερμικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γεωθερμία 2. το θηλ. ως ουσ. η γεωθερμική η γεωθερμία …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • Ίσκια — (Ischia). Νησί (46 τ. χλμ., 17.600 κάτ. το 1990) της Ιταλίας στην Τυρρηνική Θάλασσα, στον κόλπο της Νάπολης. Η Ί. είναι ηφαιστειογενούς προέλευσης και στην ηφαιστειακή δραστηριότητα οφείλονται οι συχνοί σεισμοί, η απελευθέρωση ατμών και η ύπαρξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”